Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος: ο υπέροχος πλανήτης μας ζητά βοήθεια

Η 5η Ιουνίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ σαν η παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, έχει γίνει πιο επιτακτική η ανάγκη για την προστασία του πλανήτη μας. Από τα πιο επίσημα χείλη ακούμε διαρκώς για τα μέτρα που λαμβάνονται η δεν λαμβάνονται και δυστυχώς η υποκρισία περισσεύει. Θα μπορούσαμε, για την ημέρα αυτή, να φιλοξενήσουμε η να παραθέσουμε απόψεις με απώτερο στόχο την ευαισθητοποίηση όλο και περισσοτέρων συμπολιτών μας. Αντί άλλων παραθέτουμε το άρθρο του Θανάση Στράτη που δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Εν Νικολιτσίω», φύλλο 20 Δεκέμβριος 2008.

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γράφει ο Θανάσης Δημ. Στράτης
 
25 Οκτωβρίου του 2008 και ο Περιβαλλοντικός σύλλογος του Δήμου Θεσπρωτικού καθάρισε την λίμνη Ζηρού από τα σκουπίδια μας. Δεν έχει σημασία ο αριθμός των συμμετεχόντων, αλλά η ίδια η κίνηση. Μια πρωτοβουλία αξιέπαινη, η οποία εκτός από την πρακτική της αξία είχε σαν σκοπό να ευαισθητοποιήσει μικρούς και μεγάλους σε αυτό το πρόβλημα που κάθε ημέρα διογκώνεται επικίνδυνα.

Περιδιαβαίνοντας στη Λάκκα τις ίδιες μέρες αντάμωσα την Βασιλπηλιοφίλππαινα με τα 5-6- γιδάκια και τη γομάρα της. Είχε και τούτη η καλή γριούλα την άποψή της περί περιβάλλοντος.

-Γειά σου βάβω, πως τα πορεύεις.

-Καλά γιέ μ’, εδώ με τα πράματα.

-Δεν πήγες εσύ Βάβω να βοηθήσεις στα σκουπίδια;

-Ποια σκουπίδια παλικάρι μου;
-Αυτά που πετάνε στους δρόμους και στα λαγκάδια οι συγχωριανοί σου και εσύ.

-Άκσε να δεις λεβέντη μου. Εμένα δεν μου περισσεύουν σκουπίδια να πετάξω. Εμείς στα χρόνια μας δεν είχαμαν τέτοια προβλήματα.

-Και που τα πετάγατε εσείς γιαγιά τα σκουπίδια;

-Να σου ειπώ δυο πράματα για να καταλάβεις. Υφαίναμαν τα σκουτιά μοναχοί μας, με μαλλιά απ’ τα δικά μας ζώα και όχι συνθετικά. Πάλιωσε το σκουτί, δεν το πετάγαμαν. Το κόβαμαν λουρίδες και ξανά μανά στον αργαλειό το υφαίναμαν και το κάναμαν κορέλια, μεγάλα κομμάτια για στρωσίδια και σκεπάσματα, που κράταγαν για χρόνια.

Παγούρια πλαστικά δεν είχαμαν. Φκιάναμαν ξύλινες πλόσκες, βαρέλια και βαρελάκια για νερό. Και αν τύχαινε να βρίσκαμαν κάνα γυαλένιο μπουκάλι το φυλάαμαν σαν τον Χριστό να μη ραΐσει.

Τα σπίτια μας γένονταν από ξύλο, πέτρα και άχερο. Τίποτε από εργοστάσιο δεν βάναμαν σ’ αυτά. Χώμα στο πάτωμα, ξύλινα παραθύρια, τοιχάρια πέτρινα, σκεπές με άχερο και πλάκες. Και στη φωτιά κούτσουρα απ’ τα δέντρα μας.

Για το λάδι, το κρασί, το γαλοτύρι, φκιάναμαν ασκιά απ’ τα τομάρια των σφαχτών μας, στάμνες πήλινες και βαρελάκια και όχι τενεκέδες και παφλιά.

Φάρμακα στα ζωντανά μας δεν δίναμαν, παρά μονάχα σκορπίδι, φράξο και κάνα άλλο χορταρικό.

Λάδι βγάζαμαν και δεν πετιούνταν τίποτα στο λάκκο. Τα απόνερα τα φκιάναμαν σαπούνι, τα κουκούτσια στη φωτιά.

Πήζαμαν το γάλα, τα ίδια. Βγάζαμαν το βούτυρο και το ξυνόγαλο. Έβγαινε το τυρί. Κοντά το τυρόγαλο το κάναμαν γκίζα. Και τα λιατύρια μαζί με εκείνα από τη λάτρα του σπιτιού τα ‘τρωγε το γουρούνι.

Τρώγαμαν τα φρούτα και οι φλούδες πάαιναν στα ζώα, που τις έτρωγαν σαν μαρούλι.

Στα κηπάρια, στα σπαρτά και στα κλαριά δεν ρίναμαν λιπάσματα και φάρμακα με τα ραντιστικά, αλλά χωνεμένη φουσκί από τα μαντριά μας, που έτσι καθάριζαν κι αυτά. Σήμερα δεν ξέρωμε μπιτ τι βάνωμε στο πιάτο μας.

Και εμείς οι ίδγιοι δεν πααίναμαν στο γιατρό να μας φορτώσει κουτιά, τα περισσότερα για πέταμα, και να μας αδειάσει τις τσέπες. Ξέραμαν γιατροσόφια για κάθε αστένια. Ακόμα και για τα κόκκαλα είχαμαν την Ζηκοντάραινα, τον Κωτσιάκη και άλλους που τα ‘φκιαναν.

Ούτε ψυγεία είχαμαν να σκουριάζουν στα λόγγα. Και όποιο κρεατικό, το κάναμαν παστό και τσιγαρίδες. Και όποιο γαλακτερό, το ψήναμαν στο αλάτι. Και για τα λαχανικά τα μαζεύαμαν φρέσκα αδεκεί, όσα μας χρειάζονταν.

Όσο για κουζίνες ηλεκτρικές, ας ήταν καλά ο φούρος και η γωνιά κάθε σπιτιού.

Ούτε κλαπατσίμπανα είχαμαν, να πετάμε μηχανήματα, δίσκους και κασέτες στις ρούγες. Τραγουδάγαμαν μοναχοί μας και χορεύαμαν με της καρδιάς μας την ορμή.

Κάναμαν πέρα στις βατσουνιές για τον αναγκαίο κι από κοντά το γουρούνι και το κοπάδι οι κότες να μην χάσουν τον μεζέ τους. Τώρα μπαταρίες πεταμένες βρίσκεις κείθε κει, μικρές, μεγάλες, κόκκινες, κίτρινες, ανοιγμένες από τα νερά της βροχής.

Τι λές και συ μωρέ παιδί, που τάχαμαν εμείς τα σκουπίδια. Εσείς οι νιοι τάχετε και τα πετάτε. Για κοίτα γύρα. Αγοράζουν ένα μπουκάλι νερό, το πετάνε όπου λάχει. Πάς κείθε στο ρέμα και τι δεν βρίσκεις. Ότι θέλει η ψυχή σου. Σιδερικά, πλαστικά, τσίγγια, μηχανές, βαλίτσες, σακκούλες. Όσο και ολόκληρα άγγιουχτα κουτιά φάρμακα. Τι κακό είναι τούτο. Τα παίρει ο λάκκος, τα πααίνει στο ποτάμι και από κει στη θάλασσα. Εκεί τα βρίσκετε πάλε το καλοκαίρι που μπανιαρίζεστε. Αμ’ στο δρόμο; Παλιά τραχτέρια, πλατφόρμες, γυνιά, φρέζες, σκουριασμένες σακαράκες που δεν μ’ αφήνουν να διαβώ με τα μανάρια μου. Τι να σου κάνει και το αμάξι του Δήμου. Τα προλαβαίνει τάχα; Ξεκοιλιάσαταν τα βουνά και τα τσιουμπάρια με τις μπαλντόζες. Δρόμους τους λέτε και θέσεις δουλειάς, αλλά εγώ γλέπω κρανίου τόπο και κονόμες από επιδοτήσεις. Σκάβετε και δεν αφήνετε τίποτε ορθό. Ολόκληρες πλακαριές, άσπρες σαν τάφοι, αστράφτουν στον ήλιο. Που είναι τα κλαριά που φυτέψαταν, που είναι αυτά που μπολιάσαταν να φάει κάνας Χριστιανός μια μπούνα; Είδες κάνα χωράφι φυτεμένο στα χρόνια σας; Όλα έρμα, γιομάτα σκυλορίγανες, σκάρμπες και παλιούρια.

Και το άλλο; Στερεύουν τα πηγάδια με τις μηχανές. Ρίνουν φάρμακα, που θέλουν πλιότερο νερό να διαλυθούνε αυτά, παρά όσο να τραβήξουν οι ρίζες να προκόψουν.

Δεν τους φτάνει το νερό της Μαυρής, στέρεψαν τα πηγαδούλια και οι μπουρίμες μας.

Μου ‘πες και εσύ να τα μαζώνω για ανακύκλωση. Δεν θέλουν πάλε φράγκα να ανακυκλωθούν; Πάλε θα τα πλερώσωμε;

Πως ζείτε μωρέ παιδί αυτού πέρα την Αθήνα. Ο ένας απάν στον άλλον. Μεσ’ το καυσαέριο και την κακή την ώρα. Δέσαταν όλα τα ποτάμια και τα οδηγάτε στην Αθήνα να ξεδιψάσετε και ότι περισέψει πάλε το ρίνετε στη θάλασσα. Και που είσαι ακόμα. Σωρό τα αμάξια σαν τα πρόβατα που σπρώχνονται στην στρούγκα. Ντίιιτ από δω ντίιιιτ από κει. Ανηβαίνει η βενζίνα, ξελαρυγγιάζεστε. Ανιβαίνει το πετρέλι, γκαρίζετε. Και κοντά από σας ξύπνησαν και οι δικοί μας εδώγια και παίρουν τον τορό σας. Γουρνοστάσια φκιάνουν και τ’ αμολάνε όλα στον Άμπλα. Μαύρισαν τα λιθάρια και τα κλαριά που γκρούνε στο νερό. Άσε τα ψάρια και τ’ άλλα ζωντανά. Και όταν δεν έχει κατεβασιά να τα ρίξουν μέσα ώστε να μη τα γλέπουν οι άλλοι, τα ρίνουν πέρα τα τσιουμπάρια και τις σκαρμπαριές. Γιόμισε ο τόπος σκατά. Και βρωμάνε κι όλα, από τα φάρμακα που τους δίνουν. Κοταρία χτένουν τα ίδγια. Έχουν λένε βιολογικό καθαρισμό. Πίκα που τους βάρεγε έχουν. Αφού δεν περάει κανένας να ιδεί, να ελέγξει. Το λειτουργάνε τσιότσιο; Ντίπ γιέ μου, ντιπ για ντιπ.

Τα νάελα να ιδείς. Ότι σκέται από τον αέρα, το πετάνε στις βατσουνιές. Άμ’ τα τσίγγια; Κράπα-κρούπα περπατάνε απάν’ σ’ αυτά οι γίδες μου πέρα τις Λυγιές. Μπρρρ-μπρρρρ τα μηχανάκια απάν’ κάτ’ δεν τις αφήνουν σε στασιό.

Τι μολογάς και συ ωρέ παιδί. Τηράς τσιαδώ σκουπίδια, τηράς τσιακεί και παραπέρα τα ίδγια. Ράγκαλα και συμπράγκαλα κόκκινα, πράσινα, καφετί, λογιών-λογιών.

Που στα χρόνια μας τέτοια. Με μια μισοκάρα απ’ το μονοπώλιο περάγαμαν μέρες και μέρες. Και όταν δεν μας βρίσκονταν, είχαμαν τις λαμπάδες απ’ τη Λαμπρή και το λαδοφάναρο. Με τα φορτιάρικα κάναμαν τις δουλειές μας, κουβαλάγαμαν τα σοδέματα. Με μια σφάκα στη φωτιά διάβαζαν τα παιδιά μας. Με το λαμπογυάλι σιάζαμαν τα πράματα στο μαντρί τη νύχτα.

-Καλά τα λές κάκω, αλλά η σημερινή εποχή θέλει ανέσεις και καλοπέραση.

-Έ! Τότε κατσείτε πάνω στα σκουπίδια. Φάτε μαζί μ’ αυτά. Πάρτε τα αγκαλιά στο κρεβάτι σας. Κάντε τα παιχνίδια για τα παιδιά σας. Τι σας φταίνε ωρέ κι αυτά τα κούτσκα. Δεν τα λογαριάζετε αλότελα; Πως και τι θα ανασαίνουν. Θα μελετάνε τους γονέους τους και δίκιο θα ‘χουν. Τι ψυχή θα παραδώστε. Έτσι ντε! Μην κάνετε κράτει. Αγοράστε όποια δεν είναι χρειαζούμενα και πάλε πετάξτε τα στο βορό του αλλουνού και εκειός στον δικό σας. Και γλήγορα θα πνιγείτε απ’ αυτά. Θα σας πάρουν αμπάριζα τον κατήφορο. Άϊντε και καλά Χριστούγεννα. Και τηράτε ωρέ να κάνετε όπως τα πέρση. Γιομίστε τα παιδιά σας κουτιά με δώρα. Δώστε τους το παράδειγμα. Όσο μεγαλύτερα, τόσο πλιότερο άχρηστα. Κόψτε έλατα και πεύκα και κρεμάστε μέχρι τα μπούνια τους εκειά τα γυαλιά π’ αστράφτουνε. Και σιμά τ’ Αϊ-Γιαννιού, φυλάξτε καμιά ώρα που δεν σας γλέπουν και ξεφορτώστε τα κείθε κει. Κι ελάτε πέρα την άνοιξη και κρίντε μου να τα μαζώξωμε αντάμα.
Κούνια που σας κούναε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου